- βουκία
- βουκία, η (Α) και βουκιά (Μ)η μπουκιάαρχ.είδος αρτοειδούς γλυκίσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «μάγουλο» (πρβλ. βούκα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουκιά — η [μπούκα] 1. η ποσότητα τροφής που μπορεί να χωρέσει κάθε φορά στο στόμα, αλλ. βουκιά 2. φρ. α) «δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα» δεν έφαγε απολύτως τίποτε β) «δίνει και τη μπουκιά του» είναι πάρα πολύ φιλότιμος και γενναιόδωρος γ) «είναι μπουκιά… … Dictionary of Greek